συνδυασμῶν

συνδυασμῶν
συνδυασμός
a being taken two together
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • χρονολόγηση (και χρονολογία) — Επιστήμη της οποίας σκοπός είναι η συσχέτιση γεγονότων που έγιναν στο παρελθόν και η τοποθέτησή τους μέσα στον χρόνο. Η χ. βρίσκει τη μεγαλύτερη εφαρμογή της μέσα στον ευρύτατο χώρο των ιστορικών μελετών, στη γεωλογία, στην προϊστορία και στην… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… …   Dictionary of Greek

  • αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… …   Dictionary of Greek

  • αντίστιξη — Μέρος της μουσικής θεωρίας, που καθορίζει τους κανόνες συνδυασμών δύο ή περισσότερων μελωδιών και μελετά τις δυνατότητες υπέρθεσης διαφόρων μελωδικών γραμμών στην οριζόντιά τους ανάπτυξη και σε σχέση με τη θέση του ενός φθόγγου προς τον άλλο. Η… …   Dictionary of Greek

  • καταξία — η όρος με τον οποίο καθοριζόταν η διάσπαση ή η θραύση τών μικροβιακών συνδυασμών …   Dictionary of Greek

  • κλειδάριθμος — Ο συνθηματικός αριθμός των κρυπτογραφικών κωδίκων, που χρησιμοποιείται για την αποκρυπτογράφηση των κειμένων. Ονομάζεται επίσης κωδικός αριθμός. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται και για τους συνδυασμούς αριθμών, λέξεων ή αριθμών και λέξεων μαζί, που… …   Dictionary of Greek

  • κοβαλτίνης — Ορυκτό, θειοαρσενικούχο άλας κοβαλτίου. Ο χημικός του τύπος είναι COAsS και ανήκει στους περίπλοκους θειοαρσενίτες. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα και υπάρχει σε μορφή κυβικών κρυστάλλων ή και πιο περίπλοκων σχηματικών συνδυασμών. Το χρώμα του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”